- μανδαρινισμός
- ο косность, рутина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανδαρινισμός — ο 1. η νοοτροπία και πρακτική τού μανδαρίνου 2. μτφ. αποκλειστική προσήλωση στην παράδοση και άγνοια τής ζωντανής πραγματικότητας 3. η νοοτροπία λογοτεχνών και γενικά πνευματικών ανθρώπων οι οποίοι φυλάγουν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα … Dictionary of Greek